- χρονιότης
- -ητος, ἡ, Α [χρόνιος]μεγάλη διάρκεια.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χρονιότης — long duration fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονιότητα — χρονιότης long duration fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
χρονιότητος — χρονιότης long duration fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
-τητα — της, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη θηλυκών ουσιαστικών όλων τών περιόδων τής Ελληνικής η οποία ανάγεται στην ΙΕ κατάληξη * tāt (πρβλ. αρχ. ινδ. sarva tāt «ολότητα», αβεστ. haurva tāt «ολότητα», λατ. novi tās «νεότητα»). Τα θηλυκά σε της παράγονται,… … Dictionary of Greek
χρονία — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 20 μ.), στην πρώην επαρχία Χαλκίδας, του νομού Ευβοίας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Λίμνης. * * * ἡ, Μ (αμφβλ. λ.) (κατά το λεξ. Σούδα) «χρονιότης». [ΕΤΥΜΟΛ. < χρόνος + κατάλ. ία (πρβλ. θυσ ία)] … Dictionary of Greek